- ἀγαλματοποιητικός
- ἀγαλματο-ποιητικός, όν, ή,A of or for statuary, Jul.Gal.235c: -κή, ἡ, sculpture, [Gal.]14.686.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαλματοποιητικός — ή, ό (Α ἀγαλματοποιητικός, ή, όν) [ἀγαλματοποιῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγαλματοποιητική η τέχνη τού αγαλματοποιού, η αγαλματοποιία … Dictionary of Greek